- τυράννισμα
- τυράννισμα, το και τυράγνισμα, το, -ατοςτο βασάνισμα, το μαρτύριο, το παίδεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυράννισμα — και τυράγνισμα, το, Ν [τυραννίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυραννώ, τυραννία, τυράγνια … Dictionary of Greek